- δίχηλος
- και δίχαλος, -η, -ο (AM δίχηλος, -ον και δίχαλος, -ον)1. (για ζώα) αυτός που έχει δύο χηλές, με την οπλή χωρισμένη στα δύο2. διχαλωτόςνεοελλ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δίχηλατα αρτιοδάκτυλα θηλαστικά (πρόβατο, γίδα κ.λπ.) των οποίων τα δύο μεσαία δάχτυλα τών ποδιών είναι περισσότερο ανεπτυγμένα από τα δύο πλευρικά, που είναι ατροφικά και δεν στηρίζονται στο έδαφοςαρχ.1. το ουδ. εν. ως ουσ. το δίχηλοντσιμπίδα, κρεάγρα2. φρ. «δίχηλα ὕεια» — γουρουνοπόδαρα.
Dictionary of Greek. 2013.